ἀποτολμᾶι — ἀποτολμᾷ , ἀποτολμάω make a bold venture upon pres subj mp 2nd sg ἀποτολμᾷ , ἀποτολμάω make a bold venture upon pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀποτολμᾷ , ἀποτολμάω make a bold venture upon pres subj act 3rd sg ἀποτολμᾷ , ἀποτολμάω make a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτολμάτω — ἀποτολμά̱τω , ἀποτολμάω make a bold venture upon pres imperat act 3rd sg ἀποτολμά̱τω , ἀποτολμάω make a bold venture upon pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποτολμᾶν — ἀποτολμάω make a bold venture upon pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀποτολμάω make a bold venture upon pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀποτολμάω make a bold venture upon pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀποτολμᾶ̱ν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απότολμος — η, ο (AM ἀπότολμος, ον) 1. τολμηρός, θαρραλέος 2. ριψοκίνδυνος 3. ικανός μσν. νεοελλ. επίρρ. απότολμα 1. με θάρρος 2. με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ ( άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek